- ονειρογέννητος
- -η, -οαυτός που πλάστηκε στη φαντασία, αυτός που είναι γέννημα ονείρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < όνειρο + γεννώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ονειρογενής — ὀνειρογενής, ές (Α) αυτός που είναι πλάσμα τής φαντασίας, ονειρογέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνειρος + γενής (< γένος), πρβλ. αιθρη γενής] … Dictionary of Greek
όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… … Dictionary of Greek